Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Το δέντρο που έδινε του Σελ Σίλβερσταϊν


                                                       

Η μηλιά αγαπά το αγόρι και του δίνει απλόχερα όλα τα αγαθά που μπορεί να διαθέσει: κρυψώνα, κλαδιά για στεφάνι, κλαδιά για να φτιάξει σπίτι, ξύλο για να φτιάξει βάρκα και χίλια δυο άλλα. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, οι ανάγκες του αλλάζουν. Πρώτα το παιχνίδι, μετά η ανάγκη επιβίωσης, απόκτησης πλούτου, ανέσεων, δραπέτευσης από τη λύπη: η μηλιά για όλα έχει κάτι να δώσει. Το αγόρι μεγαλώνει, γίνεται νεαρός, άντρας, μεσήλικας, ηλικιωμένος. Αλλά για τη μηλιά είναι πάντα «το αγόρι». Ούτε ένα ευχαριστώ δεν θα λάβει ως ανταμοιβή από το φίλο της. Ωστόσο, θα θυσιάσει ως και τον κορμό της για να δώσει στο αγόρι την ευκαιρία να φύγει. Λυπάται βαθιά για την αναχώρηση του φίλου της. Λυπάται, ίσως, και για τον ακρωτηριασμό της. Τι απομένει πια; Κι όμως. Το αγόρι θα επιστρέψει και η μηλιά θα έχει κάτι ακόμη, πολύτιμο, να του δώσει. 
......Για τη γενναία παραδοχή ότι το δόσιμο και πόνο έχει, και μοναξιά και ρίσκο. Το ρίσκο του να μη βρει ποτέ ανταπόδοση. Και αυτό ακριβώς είναι το αληθινό δόσιμο. Αυτό που δεν ζητάει ανταμοιβή. 
....Είναι ένα δύσκολο παραμύθι το «Δέντρο που έδινε». Γιατί αποκαλύπτει τη γύμνια μας. Γιατί θυμίζει τον τρόπο που πρέπει να αγαπάμε και αντανακλά το ποιοι είμαστε τελικά: η μηλιά ή ο άνθρωπος.